- υπέρ
- ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α(δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ-ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ.) υπεράσπιση, βοήθεια ή ωφέλεια (α. «αγώνας υπέρ βωμών και εστιών» β. «τελικά παραιτήθηκε υπέρ τού γιου του» γ. «ἑκατόμβην ῥέξαι ὑπὲρ Δαναῶν», Ομ. Ιλ.δ. «νῡν ὑπὲρ πάντων ἀγών», Αισχύλ.)II. (με αιτ., οπότε και δηλώνεται, είτε κυριολ. είτε μτφ., κυρίως το πράγμα πάνω και πέρα από το οποίο εκτείνεται κάτι) (με τοπ. σημ.) α) (στη νεοελλ. ως λόγιος τ.) πάνω από, υπεράνω (α. «οι ρωγμές εντοπίστηκαν υπέρ την θύραν» β. «ὑπὲρ Ἡρακλείας στήλας ἔξω κατοικοῡσι», Πλάτ.)β) μτφ. παραπάνω από περισσότερο (α. «υπέρ το δέον» β. «ὐπὲρ τὸ βέλτιστον», Αισχύλ.)νεοελλ.φρ. «τα υπέρ και τα κατά» — τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα, οι ευμενείς και οι δυσμενείς συνθήκεςαρχ.ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) Α. (με τοπ. σημ.)1. (σχετικά με στάση και με κίνηση) πάνω από, υπεράνω (α. «ὑπὲρ κεφαλῆς στῆναί τινι», Ομ. Ιλ.β. «ὅτι ὑπὲρ κεφαλῆς οἱ ἐγίνετο ὁ νεκρὸς διεξελαύνοντι», Ηρόδ.γ. «κῡμα νηὸς ὑπὲρ τοίχων καταβήσεται», Ομ. Ιλ.)2. (αναφορικά με τη σχετική θέση χωρών ή τόπων) πιο πέρα από το εσωτερικό μιας χώρας, πιο μακριά από την ενδοχώρα («οἰκέοντες ὑπὲρ Ἁλικαρνησσοῡ μεσόγαιαν», Ηρόδ.)3. πέρα, μακριά («ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ τηλοῡ ὑπὲρ πόντου», Ομ. Οδ.)4. έξω, στ' ανοιχτά από κάποιο σημείο τής ακτής («ναυμαχίην τὴν ὑπὲρ Μιλήτου γενομένην», Ηρόδ.)Β. μτφ.1. χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί αυτό που προσπαθεί να αποφύγει ή να αποκρούσει κανείς («ἱκέσιον λόγον δουλοσύνας ὕπερ», Αισχύλ.)2. εξαιτίας, ένεκα ενός πράγματος, μιας κατάστασης («ὑπὲρ τοῡ μηδένα... βιαίῳ θανάτῳ ἀποθνήσκειν», Ξεν.)3. α) εν ονόματι κάποιου («ὑπέρ τινος ἀποκρίνεσθαι», Πλάτ.)β) κατόπιν εντολής κάποιου («στρατηγῶν ὑπὲρ ἡμῶν», Δημοσθ.)4. (σε όρκους και ικεσίες) δηλώνει τον αντιπρόσωπο ενός προσώπου («τῶν ὕπερ ἐνθάδ' ἐγὼ γουνάζομαι οὐ παρεόντων», Ομ. Ιλ.)5. δηλώνει επίσης την εξουσία, την αρχή που ασκεί κάποιος πάνω σε κάτι («ὑπὲρ τῆς Ἀσίας στρατηγήσας», Δημοσθ.)6. σχετικά με κάποιον ή και εναντίον κάποιου («ὑπὲρ σέθεν αἴσχε' ἀκούω». Ομ. Ιλ.)7. στο όνομα ενός θεού («ὑπὲρ ξενίου λίσσεται ὔμμε», Ανθ. Παλ.)II. (με αιτ.) Α. 1. (με τοπ. σημ.) (με ρ. κινήσεως) πάνω από κάτι («ὑπὲρ ὦμον ἤλυθ' ἀκωκή», Ομ. Ιλ.)2. (με χρον. σημ.) πριν («ὁ ὑπὲρ τὰ Μηδικὰ πόλεμος», Θουκ.)Β. μτφ.1. (για παράβαση) εναντίον, κατά («ὑπέρ μοῑραν», Ομ. Ιλ.)2. (για αριθμούς ή για ποσά) περισσότερο από («ὑπὲρ τεσσεράκοντα ἄνδρας», Ηρόδ.)3. εκ μέρους κάποιου («ὑπὲρ τὰν πόλιν», επιγρ.)III. (με δοτ.) προστατεύοντας, υπερασπίζοντας κάποιον ή κάτι («μαχόμενοι ὑπὲρ τᾷ πόλιος ἐλευθερίᾳ», επιγρ.)IV. διάφορες άλλες χρήσεις: 1. (ως επίρρ.) πάρα πολύ, υπέρμετρα, υπερβολικά («ὑπὲρ μὲν ἄγαν», Ευρ.)2. ως κατηγορούμενο («διάκονοι Χριστοῡ εἰσι; ὑπὲρ ἐγώ», ΚΔ)3. (σε φρ.) α) «ὑπὲρ ἡμᾱς» — πέρα από τις δυνατοτότητές μας (Πλάτ.)β) «τα ὐπὲρ κεφαλῆς» — τόποι που βρίσκονται σε μεγάλο ύψος (Ξεν.)ΘΕΣΗ: συν. προτάσσεται, αλλά μπορεί και να επιτάσσεται, να υπάρχει δηλαδή αναστροφή, οπότε όμως επέρχεται αναβιβασμός τού τόνου («πρυμνὸν ὕπερ θέναρος», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρόθεση ὑπέρ ανάγεται στον ΙΕ τ. *uper(i) «πάνω, προς τα πάνω» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. upari, λατ. super (πρβλ. γαλλ. sur, αγγλ. super-), αβεστ. upairi, αρμ. ver-, αρχ. άνω γερμ. ubir (πρβλ. γερμ. uber). Η οικογένεια αυτή έχει προέλθει από την πρόθεση ὑπό «κάτω από» μέσω μιας σημ. «από κάτω προς τα πάνω» (βλ. και λ. υπό). Η πρόθεση ὑπέρ, τέλος, απαντά ως πρώτο συνθετικό σε μεγάλο αριθμό λ. (βλ. λ. υπερ-)].
Dictionary of Greek. 2013.